< βροτοείκελος
2 βροτόεις >
1 βροτόεις
,
-εσσα, -εν
sangriento
ἔναρα
Il
.6.480, 8.534, Hes.
Sc
.367,
ἀνδράγρια
Il
.14.509,
ὠτειλή
Hom.
Fr
.8, cf. βρότος.